- ἐπαγαίομαι
- ἐπί-ἀγαίομαιto be indignant atpres ind mp 1st sg (epic doric ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επαγαίομαι — ἐπαγαίομαι (Α) 1. χαίρομαι για κάτι 2. χαίρομαι για τη συμφορά κάποιου 3. εκπλήσσομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αγαίομαι (παράλληλος τ. τού άγαμαί) «δυσανασχετώ, οργίζομαι»] … Dictionary of Greek